περίχυμα

περίχυμα
το обливание, заливание (чего-л. чём-л.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "περίχυμα" в других словарях:

  • περίχυμα — that which is poured round neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίχυμα — το, ΝΜΑ [περιχέω] το υγρό που χύνεται πάνω σε κάτι αρχ. 1. η ατμόσφαιρα, που είναι διάχυτη γύρω από την Γη 2. το απολουσίδι …   Dictionary of Greek

  • περίχυμα — το, ατος κατάβρεγμα, ράντισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιχύμασιν — περίχυμα that which is poured round neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιχύματι — περίχυμα that which is poured round neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιχύματος — περίχυμα that which is poured round neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μέλωμα — το [μελώνω] 1. περίχυμα με μέλι 2. η πύκνωση ρευστού ποτού, το να καθίσταται ένα ποτό παχύρρευστο όπως το μέλι …   Dictionary of Greek

  • περέχυμα — το βλ. περίχυμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»